- ὑπομίαρος
- ὑπομίᾰρος [pron. full] [ῐ], ον, of a word,A unclassical, Poll.9.143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομίαρος — ον, Α [μιαρός] κάπως μιαρός, κάπως μολυσμένος … Dictionary of Greek
ὑπομίαρον — ὑπομίαρος unclassical masc/fem acc sg ὑπομίαρος unclassical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… … Dictionary of Greek